-
1 τουαλέτα
[туалэтта] ουσ. Θ. туалет.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τουαλέτα
-
2 туалет
-
3 туалет
1. (столик с зеркалом) το καλλωπιστή ριο 2. (наряд, одежда) το ντύσιμο, η τουαλέτα 3. (уборная) το αποχωρητήριο, η τουαλέτα (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > туалет
-
4 наряд
-
5 уборная
уборная ж 1) η τουαλέτα; το αποχωρητήριο (общественная ) 2) театр, το καμαρίνι* * *ж1) η τουαλέτα; το αποχωρητήριο ( общественная)2) театр. το καμαρίνι -
6 туалет
туалетм1. (одежда) τό φόρεμα, ἡ τουαλε(τ)τα:модный \туалет ἡ τουαλε(τ)τα τής μόδας·2. (одевание) ὁ καλλωπισμός, ἡ τουαλέ(τ)τα, τό στόλισμα· совершать \туалет καλλωπίζομαι, στολίζομαι, συγυρίζομαι·3. (столик) ἡ τουαλέτ(τ)α:сидеть за \туалетом κάθομαι μπροστά στήν τουαλέτα·4. (уборная) ἡ τουαλέτα, τό ἀποχωρητήριο[ν]. -
7 вечер
вечер м 1) βράδυ по \вечерам τα βράδια 2) (мероприятие ) η βραδιά танцевальный \вечер η χοροεσπερίδα ли тературный \вечер η φιλολογική βραδιά· у нас сегодня \вечер έχουμε βραδιά απόψε ◇ добрый \вечер! καλησπέρα! вечерний βραδινός, εσπερινός νυχτερινός \вечерее платье το βραδινό φόρεμα, η βραδινή τουαλέτα \вечерие курсы η νυχτερινή σχολή \вечерие занятия τα νυχτερινά μαθήματα* * *м1) βράδυпо ве́чера́м — τα βράδια
2) ( мероприятие) η βραδιάтанцева́льный ве́чер — η χοροεσπερίδα
литерату́рный ве́чер — η φιλολογική βραδιά
у нас сего́дня ве́чер — έχουμε βραδιά απόψε
••до́брый ве́чер! — καλησπέρα!
-
8 вечерний
βραδινός, εσπερινός; νυχτερινόςвече́рнее пла́тье — το βραδινό φόρεμα, η βραδινή τουαλέτα
вече́рние ку́рсы — η νυχτερινή σχολή
вече́рние заня́тия — τα νυχτερινά μαθήματα
-
9 бальный
бальн||ыйприл τοῦ χοροῦ, τής χοροεσπερίδας:\бальныйое платье τουαλέτα χοροῦ, Ενδυμα ἐσπερίδας. -
10 вечерний
вечерн||ийприл βραδυνός, ἐσπερινός:\вечернийяя заря τό λυκόφως, τό σούρουπο· \вечернийяя школа ἡ νυκτερινή σχολή· \вечернийее платье ἡ βραδυνή τουαλέτα, τό βραδυνό φόρεμα. -
11 открытый
открыт||ый1. прич. от открыть·2. прил (отворенный) ἀνοιχτός, ἀνοιγμένος·3. прил (непокрытый, неукрытый) ἀσκεπης, ἀκάλυπτος, ξεσκέπαστος:\открытыйая шея ὁ γυμνός λαιμός· с \открытыйой головой ἀσκεπής, ξεσκούφωτος· \открытый автомобиль αὐτοκίνητον ἀνοικτὅ4. (прямой, искренний) ἀνοιχτός, είλικρινής, εὐθύς:с \открытыйой душой μέ ἀνοιχτή καρδιά·5. (доступный для всех, свободный) ἀνοιχτός, ἐλεύθερος:вход \открытый είσοδος ἐλευθέρα· при \открытыйых дверях (о судебном заседании) μέ ἀνοιχτάς τάς θύρας· \открытыйое голосование ἡ ἀνοιχτή ψηφοφορία· \открытыйое письмо́ ἡ ἀνοιχτή ἐπιστολή·6. (явный) ἀπροκάλυπτος, πρόδηλος, δεδηλωμένος, προφανής:\открытыйая враждЯ ἀπροκάλυπτη ἔχθρά ◊ \открытый лоб τό φαρδύ μέτωπο· \открытыйое платье φόρεμα ντεκολτέ, ἡ ἐξωμος τουαλέτα· \открытыйая рана ἡ ἀνοιχτή πληγή· \открытыйая игра τό ἀνοιχτό παιχνίδι· в \открытыйом поле στό ὕπαιθρο· на \открытыйом воздухе στό ὕπαιθρο· \открытыйое мо́ре ἡ ἀνοιχτή θάλασσα· выйти в \открытыйое море βγαίνω στ' ἀνοιχτά· оставля́ть вопрос \открытыйым ἀφήνω τό ζήτημα ἀνοιχτό (или ἐκκρεμές)· ломиться в \открытыйую дверь ἐκβιάζω ἀνοιχτή πόρτα· действовать в \открытыйую ἐνεργώ στ· ἀνοιχτα. -
12 платье
плать||ес1. собир. τό φόρεμα, ὁ Ιματισμός, ἡ ἐνδυμασία, ἡ περιβολή, τό Ενδυμα:магазин готового \платьея κατάστημα ἐτοίμων ἐνδυμάτων2. (женское) τό φουστάνι:шелковое \платье μεταξωτό φουστάνί вечернее \платье βραδυνή τουαλέτα -
13 туалет
[τουαλιέτ] ουσ. α. τουαλέτα -
14 туалет
[τουαλιέτ] ουσ α τουαλέτα -
15 косметика
-и θ.1. κοσμητική,καλλωπισμός, καλυντική•кабинет -и αίθουσα καλλωπισμού καλλωπιστήριο, καλυντήριο, τουαλέτα.
2. τα καλυντικά. -
16 туалет
-а α.1. τουαλέτα (ενδυμασία κυρίως γυναικεία).2. καλλωπισμός.3. καλλωπιστήριο.4. αποχωρητήριο, αφοδευτήριο.
См. также в других словарях:
τουαλέτα — η (λ. γαλλ.). 1. έπιπλο με καθρέφτη και με είδη καλλωπισμού: Τουαλέτα στιλ Λουδοβίκου. 2. ιδιαίτερο δωμάτιο με όλα τα είδη καλλωπισμού, καλλωπιστήριο. 3. λουτρό μαζί με αποχωρητήριο. 4. σωματική περιποίηση και καλλωπισμός: Θέλει μια ώρα να κάνει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τουαλέτα — η, Ν 1. ειδικό έπιπλο με καθρέφτη, όπου τοποθετούνται όλα τα είδη τού γυναικείου καλλωπισμού 2. ξεχωριστό δωμάτιο για το ντύσιμο και τον καλλωπισμό μιας γυναίκας 3. πολυτελές βραδινό γυναικείο φόρεμα 4. η φροντίδα για την καθαριότητα και το… … Dictionary of Greek
τουαλεταρίζομαι — Ν [τουαλέτα] 1. κάνω την ατομική καθαριότητα, περιποιούμαι το σώμα μου 2. φορώ τουαλέτα, ντύνομαι επίσημα … Dictionary of Greek
Μπουσέ, Φρανσουά — (Francois Boucher, Παρίσι 1703 – 1770). Γάλλος ζωγράφος και χαράκτης, από τους κυριότερους εκπροσώπους του ροκοκό. Μαθήτευσε κοντά στον Λεμουάν, ύστερα στον χαράκτη Καρς και κατασκεύασε πολλά χαρακτικά αντίγραφα έργων του Βατό. Ταξίδεψε στην… … Dictionary of Greek
αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
καλλωπιστήριο — το 1. μικρός χώρος για καλλωπισμό 2. το έπιπλο με τα απαραίτητα καλλυντικά είδη για καλλωπισμό, η τουαλέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλωπίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
Λόνγκι, Πιέτρο — (Pietro Falca detto Longhi, Βενετία 1702 – 1785). Ιταλός ζωγράφος. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Αντόνιο Μπαλέστρα, επιδόθηκε σε έργα μεγάλων διαστάσεων, όπως τα εικονοστάσια για την ενοριακή εκκλησία του Σαν Πελεγκρίνο (Μπέργκαμο) και του Σαν… … Dictionary of Greek
μεγάκολο — Όρος που χρησιμοποιείται για κάθε περίπτωση πολύ διατεταμένου παχέος εντέρου, η οποία συνήθως συνοδεύεται από βαριά, χρόνια δυσκοιλιότητα. Μπορεί να είναι συγγενές ή επίκτητο. Παρουσιάζεται ως απειλητική για τη ζωή επιπλοκή της ελκώδους κολίτιδας … Dictionary of Greek
Πικάσο, Πάμπλο Ρούιθ — (Picasso, Μάλαγα 1881 – Νίκαια 1973). Ισπανός ζωγράφος, χαράκτης, γλύπτης και κεραμουργός. Από το 1891 ο πατέρας του, καθηγητής του σχεδίου, αναγνώρισε την ιδιοφυΐα του. Το 1895 ο Π. φοιτά στη Σχολή Καλών Τεχνών της Βαρκελόνης και αργότερα… … Dictionary of Greek
Στην, Γιαν — (Stein). Ολλανδός ζωγράφος (1626 1679). Αν και οι πληροφορίες για τη ζωγραφική μόρφωσή του είναι λίγες, η υπόλοιπη ζωή του είναι αρκετά γνωστή. Ήταν γαμπρός του βαν Γκόγιεν και άσκησε την τέχνη του στο Ντελφτ, όπου διατηρούσε ζυθοπωλείο. Τα… … Dictionary of Greek