Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η τουαλέτα

  • 1 τουαλέτα

    [туалэтта] ουσ. Θ. туалет.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τουαλέτα

  • 2 туалет

    туалет м 1) (одежда) η τουαλέτα, η ενδυμασία* вечерний \туалет η βραδινή τουαλέτα 2) (уборная) η τουαλέτα, ο απόπατος, το αποχωρητήριο
    * * *
    м
    1) ( одежда) η τουαλέτα, η ενδυμασία

    вече́рний туале́т — η βραδινή τουαλέτα

    2) ( уборная) η τουαλέτα, ο απόπατος, το αποχωρητήριο

    Русско-греческий словарь > туалет

  • 3 туалет

    1. (столик с зеркалом) το καλλωπιστή ριο 2. (наряд, одежда) το ντύσιμο, η τουαλέτα 3. (уборная) το αποχωρητήριο, η τουαλέτα (ξεν.).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > туалет

  • 4 наряд

    наряд м (одежда) η ενδυμασία, η τουαλέτα
    * * *
    м
    ( одежда) η ενδυμασία, η τουαλέτα

    Русско-греческий словарь > наряд

  • 5 уборная

    уборная ж 1) η τουαλέτα; το αποχωρητήριο (общественная ) 2) театр, το καμαρίνι
    * * *
    ж
    1) η τουαλέτα; το αποχωρητήριο ( общественная)
    2) театр. το καμαρίνι

    Русско-греческий словарь > уборная

  • 6 туалет

    туалет
    м
    1. (одежда) τό φόρεμα, ἡ τουαλε(τ)τα:
    модный \туалет ἡ τουαλε(τ)τα τής μόδας·
    2. (одевание) ὁ καλλωπισμός, ἡ τουαλέ(τ)τα, τό στόλισμα· совершать \туалет καλλωπίζομαι, στολίζομαι, συγυρίζομαι·
    3. (столик) ἡ τουαλέτ(τ)α:
    сидеть за \туалетом κάθομαι μπροστά στήν τουαλέτα·
    4. (уборная) ἡ τουαλέτα, τό ἀποχωρητήριο[ν].

    Русско-новогреческий словарь > туалет

  • 7 вечер

    вечер м 1) βράδυ по \вечерам τα βράδια 2) (мероприятие ) η βραδιά танцевальный \вечер η χοροεσπερίδα ли тературный \вечер η φιλολογική βραδιά· у нас сегодня \вечер έχουμε βραδιά απόψε ◇ добрый \вечер! καλησπέρα! вечерний βραδινός, εσπερινός νυχτερινός \вечерее платье το βραδινό φόρεμα, η βραδινή τουαλέτα \вечерие курсы η νυχτερινή σχολή \вечерие занятия τα νυχτερινά μαθήματα
    * * *
    м

    по ве́чера́м — τα βράδια

    2) ( мероприятие) η βραδιά

    танцева́льный ве́чер — η χοροεσπερίδα

    литерату́рный ве́чер — η φιλολογική βραδιά

    у нас сего́дня ве́чер — έχουμε βραδιά απόψε

    ••

    до́брый ве́чер! — καλησπέρα!

    Русско-греческий словарь > вечер

  • 8 вечерний

    βραδινός, εσπερινός; νυχτερινός

    вече́рнее пла́тье — το βραδινό φόρεμα, η βραδινή τουαλέτα

    вече́рние ку́рсы — η νυχτερινή σχολή

    вече́рние заня́тия — τα νυχτερινά μαθήματα

    Русско-греческий словарь > вечерний

  • 9 бальный

    бальн||ый
    прил τοῦ χοροῦ, τής χοροεσπερίδας:
    \бальныйое платье τουαλέτα χοροῦ, Ενδυμα ἐσπερίδας.

    Русско-новогреческий словарь > бальный

  • 10 вечерний

    вечерн||ий
    прил βραδυνός, ἐσπερινός:
    \вечернийяя заря τό λυκόφως, τό σούρουπο· \вечернийяя школа ἡ νυκτερινή σχολή· \вечернийее платье ἡ βραδυνή τουαλέτα, τό βραδυνό φόρεμα.

    Русско-новогреческий словарь > вечерний

  • 11 открытый

    открыт||ый
    1. прич. от открыть·
    2. прил (отворенный) ἀνοιχτός, ἀνοιγμένος·
    3. прил (непокрытый, неукрытый) ἀσκεπης, ἀκάλυπτος, ξεσκέπαστος:
    \открытыйая шея ὁ γυμνός λαιμός· с \открытыйой головой ἀσκεπής, ξεσκούφωτος· \открытый автомобиль αὐτοκίνητον ἀνοικτὅ
    4. (прямой, искренний) ἀνοιχτός, είλικρινής, εὐθύς:
    с \открытыйой душой μέ ἀνοιχτή καρδιά·
    5. (доступный для всех, свободный) ἀνοιχτός, ἐλεύθερος:
    вход \открытый είσοδος ἐλευθέρα· при \открытыйых дверях (о судебном заседании) μέ ἀνοιχτάς τάς θύρας· \открытыйое голосование ἡ ἀνοιχτή ψηφοφορία· \открытыйое письмо́ ἡ ἀνοιχτή ἐπιστολή·
    6. (явный) ἀπροκάλυπτος, πρόδηλος, δεδηλωμένος, προφανής:
    \открытыйая враждЯ ἀπροκάλυπτη ἔχθρά ◊ \открытый лоб τό φαρδύ μέτωπο· \открытыйое платье φόρεμα ντεκολτέ, ἡ ἐξωμος τουαλέτα· \открытыйая рана ἡ ἀνοιχτή πληγή· \открытыйая игра τό ἀνοιχτό παιχνίδι· в \открытыйом поле στό ὕπαιθρο· на \открытыйом воздухе στό ὕπαιθρο· \открытыйое мо́ре ἡ ἀνοιχτή θάλασσα· выйти в \открытыйое море βγαίνω στ' ἀνοιχτά· оставля́ть вопрос \открытыйым ἀφήνω τό ζήτημα ἀνοιχτό (или ἐκκρεμές)· ломиться в \открытыйую дверь ἐκβιάζω ἀνοιχτή πόρτα· действовать в \открытыйую ἐνεργώ στ· ἀνοιχτα.

    Русско-новогреческий словарь > открытый

  • 12 платье

    плать||е
    с
    1. собир. τό φόρεμα, ὁ Ιματισμός, ἡ ἐνδυμασία, ἡ περιβολή, τό Ενδυμα:
    магазин готового \платьея κατάστημα ἐτοίμων ἐνδυμάτων
    2. (женское) τό φουστάνι:
    шелковое \платье μεταξωτό φουστάνί вечернее \платье βραδυνή τουαλέτα

    Русско-новогреческий словарь > платье

  • 13 туалет

    [τουαλιέτ] ουσ. α. τουαλέτα

    Русско-греческий новый словарь > туалет

  • 14 туалет

    [τουαλιέτ] ουσ α τουαλέτα

    Русско-эллинский словарь > туалет

  • 15 косметика

    θ.
    1. κοσμητική,καλλωπισμός, καλυντική•

    кабинет -и αίθουσα καλλωπισμού καλλωπιστήριο, καλυντήριο, τουαλέτα.

    2. τα καλυντικά.

    Большой русско-греческий словарь > косметика

  • 16 туалет

    α.
    1. τουαλέτα (ενδυμασία κυρίως γυναικεία).
    2. καλλωπισμός.
    3. καλλωπιστήριο.
    4. αποχωρητήριο, αφοδευτήριο.

    Большой русско-греческий словарь > туалет

См. также в других словарях:

  • τουαλέτα — η (λ. γαλλ.). 1. έπιπλο με καθρέφτη και με είδη καλλωπισμού: Τουαλέτα στιλ Λουδοβίκου. 2. ιδιαίτερο δωμάτιο με όλα τα είδη καλλωπισμού, καλλωπιστήριο. 3. λουτρό μαζί με αποχωρητήριο. 4. σωματική περιποίηση και καλλωπισμός: Θέλει μια ώρα να κάνει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τουαλέτα — η, Ν 1. ειδικό έπιπλο με καθρέφτη, όπου τοποθετούνται όλα τα είδη τού γυναικείου καλλωπισμού 2. ξεχωριστό δωμάτιο για το ντύσιμο και τον καλλωπισμό μιας γυναίκας 3. πολυτελές βραδινό γυναικείο φόρεμα 4. η φροντίδα για την καθαριότητα και το… …   Dictionary of Greek

  • τουαλεταρίζομαι — Ν [τουαλέτα] 1. κάνω την ατομική καθαριότητα, περιποιούμαι το σώμα μου 2. φορώ τουαλέτα, ντύνομαι επίσημα …   Dictionary of Greek

  • Μπουσέ, Φρανσουά — (Francois Boucher, Παρίσι 1703 – 1770). Γάλλος ζωγράφος και χαράκτης, από τους κυριότερους εκπροσώπους του ροκοκό. Μαθήτευσε κοντά στον Λεμουάν, ύστερα στον χαράκτη Καρς και κατασκεύασε πολλά χαρακτικά αντίγραφα έργων του Βατό. Ταξίδεψε στην… …   Dictionary of Greek

  • αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • καλλωπιστήριο — το 1. μικρός χώρος για καλλωπισμό 2. το έπιπλο με τα απαραίτητα καλλυντικά είδη για καλλωπισμό, η τουαλέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλωπίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • Λόνγκι, Πιέτρο — (Pietro Falca detto Longhi, Βενετία 1702 – 1785). Ιταλός ζωγράφος. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Αντόνιο Μπαλέστρα, επιδόθηκε σε έργα μεγάλων διαστάσεων, όπως τα εικονοστάσια για την ενοριακή εκκλησία του Σαν Πελεγκρίνο (Μπέργκαμο) και του Σαν… …   Dictionary of Greek

  • μεγάκολο — Όρος που χρησιμοποιείται για κάθε περίπτωση πολύ διατεταμένου παχέος εντέρου, η οποία συνήθως συνοδεύεται από βαριά, χρόνια δυσκοιλιότητα. Μπορεί να είναι συγγενές ή επίκτητο. Παρουσιάζεται ως απειλητική για τη ζωή επιπλοκή της ελκώδους κολίτιδας …   Dictionary of Greek

  • Πικάσο, Πάμπλο Ρούιθ — (Picasso, Μάλαγα 1881 – Νίκαια 1973). Ισπανός ζωγράφος, χαράκτης, γλύπτης και κεραμουργός. Από το 1891 ο πατέρας του, καθηγητής του σχεδίου, αναγνώρισε την ιδιοφυΐα του. Το 1895 ο Π. φοιτά στη Σχολή Καλών Τεχνών της Βαρκελόνης και αργότερα… …   Dictionary of Greek

  • Στην, Γιαν — (Stein). Ολλανδός ζωγράφος (1626 1679). Αν και οι πληροφορίες για τη ζωγραφική μόρφωσή του είναι λίγες, η υπόλοιπη ζωή του είναι αρκετά γνωστή. Ήταν γαμπρός του βαν Γκόγιεν και άσκησε την τέχνη του στο Ντελφτ, όπου διατηρούσε ζυθοπωλείο. Τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»